-
1 οἴκτιστος
οἴκτιστος, unregelmäßiger superl. zu οἰκτρός, unmittelbar von οἶκτος abgeleitet, der bejammernswertheste, jämmerlichste; τοῦτο δὴ οἴκτιστον πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν, Il. 22, 76; λιμῷ δὲ οἴκτιστον ϑανέειν, Od. 12, 342; οἴκτιστος ϑάνατος, 11, 412, ὄλεϑρος, 23, 79; adv., ὅπως οἴκτιστα ϑάνοιεν, 22, 472.
См. также в других словарях:
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek